- εἰρημένος
- ἐρῶverbumperf part mp masc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱρημένος — εἰρημένος , ἐρῶ verbum perf part mp masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PALAEOLOGA Familia — in Imeprio Constantinopolitano illustris, e qua varii Imperatores hodieque in tristibus quibusdam posterorum reliquiis, sub Imperio Turcico gementibus, superest, uti testatur Sponius Itinerar. Grac. Pauci autem ex ea, imo vix ulla numismata obvia … Hofmann J. Lexicon universale
ειδάλιμος — εἰδάλιμος, η, ο (Α) 1. όμορφος 2. αυτός που μοιάζει με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδος άπαξ ειρημένος τ., πιθ. αναλογικά σχηματισμένος κατά το κυδάλιμος] … Dictionary of Greek
υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… … Dictionary of Greek